- ανιάτρευτος
- ἀνιάτρευτος, -ον (Μ)αγιάτρευτος, αθεράπευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνιάτρευτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιάτρευτον — ἀνιάτρευτος masc/fem acc sg ἀνιάτρευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιατρεύτου — ἀνιάτρευτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιατρεύτῳ — ἀνιάτρευτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιάτρευτα — ἀνιάτρευτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιάτρευτοι — ἀνιάτρευτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)